- καλλίστερνος
- καλλίστερνος, ὁ, ἡ,A beautiful-breasted, Nonn.D.5.553.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλίστερνος — καλλίστερνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, λασιό στερνος] … Dictionary of Greek
καλλίστερνος — beautiful breasted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)